Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

μαψιδίως
μέμαα
με
μεγάθυμος
μεγαίρω
μεγακήτης
μεγαλήτωρ
μεγαλίζομαι
μεγάλως
μεγαλωστί
μέγαρον
μέγαρόνδε
μέγας
μέγεθος
μέγηρε
μέγιστος
μεδέων
μέδομαι
μέδων
μεθαιρέω
μεθάλλομαι
View word page
μέγαρον

-ου, τό.

ShortDef

a large room

Debugging

Headword:
μέγαρον
Headword (normalized):
μέγαρον
Headword (normalized/stripped):
μεγαρον
IDX:
6209
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6210
Key:

Data

{'content': '<p>-ου, τό.</p>'}