Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

μάψ
μαψιδίως
μέμαα
με
μεγάθυμος
μεγαίρω
μεγακήτης
μεγαλήτωρ
μεγαλίζομαι
μεγάλως
μεγαλωστί
μέγαρον
μέγαρόνδε
μέγας
μέγεθος
μέγηρε
μέγιστος
μεδέων
μέδομαι
μέδων
μεθαιρέω
View word page
μεγαλωστί

[as μεγάλως.]

=μεγάλως. Strengthening μέγας by reduplication (cf. αἰνόθεν αἰνῶς, οἰόθεν οἶος) Il. 16.776, Il. 18.26 : Od. 24.40.

ShortDef

far and wide, over a vast space

Debugging

Headword:
μεγαλωστί
Headword (normalized):
μεγαλωστί
Headword (normalized/stripped):
μεγαλωστι
IDX:
6208
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6209
Key:

Data

{'content': '<p>[as μεγάλως.]</p> <p>=μεγάλως. Strengthening μέγας by reduplication (cf. αἰνόθεν αἰνῶς, οἰόθεν οἶος) Il. 16.776, Il. 18.26 : Od. 24.40.</p>'}