Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

μάχομαι
μάψ
μαψιδίως
μέμαα
με
μεγάθυμος
μεγαίρω
μεγακήτης
μεγαλήτωρ
μεγαλίζομαι
μεγάλως
μεγαλωστί
μέγαρον
μέγαρόνδε
μέγας
μέγεθος
μέγηρε
μέγιστος
μεδέων
μέδομαι
μέδων
View word page
μεγάλως

[μεγαλ-, μέγας.]

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μεγάλως
Headword (normalized):
μεγάλως
Headword (normalized/stripped):
μεγαλως
IDX:
6207
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6208
Key:

Data

{'content': '<p>[μεγαλ-, μέγας.]</p>'}