Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
μαχλοσύνη
μάχομαι
μάψ
μαψιδίως
μέμαα
με
μεγάθυμος
μεγαίρω
μεγακήτης
μεγαλήτωρ
μεγαλίζομαι
μεγάλως
μεγαλωστί
μέγαρον
μέγαρόνδε
μέγας
μέγεθος
μέγηρε
μέγιστος
μεδέων
μέδομαι
View word page
μεγαλίζομαι
[μεγαλ-, μέγας.]
ShortDef
to be exalted, to bear oneself proudly
Debugging
Headword:
μεγαλίζομαι
Headword (normalized):
μεγαλίζομαι
Headword (normalized/stripped):
μεγαλιζομαι
IDX:
6206
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6207
Key:
Data
{'content': '<p>[μεγαλ-, μέγας.]</p>'}