Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
μαχητής
μαχητός
μαχλοσύνη
μάχομαι
μάψ
μαψιδίως
μέμαα
με
μεγάθυμος
μεγαίρω
μεγακήτης
μεγαλήτωρ
μεγαλίζομαι
μεγάλως
μεγαλωστί
μέγαρον
μέγαρόνδε
μέγας
μέγεθος
μέγηρε
μέγιστος
View word page
μεγακήτης
[μέγας + κῆτος.]
ShortDef
with great hollows, cavernous
Debugging
Headword:
μεγακήτης
Headword (normalized):
μεγακήτης
Headword (normalized/stripped):
μεγακητης
IDX:
6204
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6205
Key:
Data
{'content': '<p>[μέγας + κῆτος.]</p>'}