Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
μαχεούμενον
μαχέσ̔σ̓ασθαι
μάχη
μαχήμων
μαχήσασθαι
μαχήσομαι
μαχητής
μαχητός
μαχλοσύνη
μάχομαι
μάψ
μαψιδίως
μέμαα
με
μεγάθυμος
μεγαίρω
μεγακήτης
μεγαλήτωρ
μεγαλίζομαι
μεγάλως
μεγαλωστί
View word page
μάψ
ShortDef
in vain, idly, fruitlessly
Debugging
Headword:
μάψ
Headword (normalized):
μάψ
Headword (normalized/stripped):
μαψ
IDX:
6198
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6199
Key:
Data
{'content': ''}