Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

μαχέοιτο
μαχέονται
μαχεούμενον
μαχέσ̔σ̓ασθαι
μάχη
μαχήμων
μαχήσασθαι
μαχήσομαι
μαχητής
μαχητός
μαχλοσύνη
μάχομαι
μάψ
μαψιδίως
μέμαα
με
μεγάθυμος
μεγαίρω
μεγακήτης
μεγαλήτωρ
μεγαλίζομαι
View word page
μαχλοσύνη

-ης, ἡ.

Lust; app., satisfaction or scope for the satisfaction thereof: ἥ οἱ πόρε μαχλοσύνην ἀλεγεινήν Il. 24.30.

ShortDef

lewdness, lust, wantonness

Debugging

Headword:
μαχλοσύνη
Headword (normalized):
μαχλοσύνη
Headword (normalized/stripped):
μαχλοσυνη
IDX:
6196
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6197
Key:

Data

{'content': '<p>-ης, ἡ.</p> <p>Lust; app., satisfaction or scope for the satisfaction thereof: ἥ οἱ πόρε μαχλοσύνην ἀλεγεινήν Il. 24.30.</p>'}