Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
μαχεῖται
μαχέοιτο
μαχέονται
μαχεούμενον
μαχέσ̔σ̓ασθαι
μάχη
μαχήμων
μαχήσασθαι
μαχήσομαι
μαχητής
μαχητός
μαχλοσύνη
μάχομαι
μάψ
μαψιδίως
μέμαα
με
μεγάθυμος
μεγαίρω
μεγακήτης
μεγαλήτωρ
View word page
μαχητός
[μάχομαι]
ShortDef
to be fought with
Debugging
Headword:
μαχητός
Headword (normalized):
μαχητός
Headword (normalized/stripped):
μαχητος
IDX:
6195
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6196
Key:
Data
{'content': '<p>[μάχομαι]</p>'}