Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
μαχειόμενος
μαχεῖται
μαχέοιτο
μαχέονται
μαχεούμενον
μαχέσ̔σ̓ασθαι
μάχη
μαχήμων
μαχήσασθαι
μαχήσομαι
μαχητής
μαχητός
μαχλοσύνη
μάχομαι
μάψ
μαψιδίως
μέμαα
με
μεγάθυμος
μεγαίρω
μεγακήτης
View word page
μαχητής
ὁ
[μάχομαι.]
ShortDef
a fighter, warrior
Debugging
Headword:
μαχητής
Headword (normalized):
μαχητής
Headword (normalized/stripped):
μαχητης
IDX:
6194
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6195
Key:
Data
{'content': '<p>ὁ</p> <p>[μάχομαι.]</p>'}