Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ματίη
μάχαιρα
μαχειόμενος
μαχεῖται
μαχέοιτο
μαχέονται
μαχεούμενον
μαχέσ̔σ̓ασθαι
μάχη
μαχήμων
μαχήσασθαι
μαχήσομαι
μαχητής
μαχητός
μαχλοσύνη
μάχομαι
μάψ
μαψιδίως
μέμαα
με
μεγάθυμος
View word page
μαχήσασθαι

aor. infin. μάχομαι.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μαχήσασθαι
Headword (normalized):
μαχήσασθαι
Headword (normalized/stripped):
μαχησασθαι
IDX:
6192
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6193
Key:

Data

{'content': '<p>aor. infin. μάχομαι.</p>'}