Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

μαστίω
ματάω
ματεύω
ματίη
μάχαιρα
μαχειόμενος
μαχεῖται
μαχέοιτο
μαχέονται
μαχεούμενον
μαχέσ̔σ̓ασθαι
μάχη
μαχήμων
μαχήσασθαι
μαχήσομαι
μαχητής
μαχητός
μαχλοσύνη
μάχομαι
μάψ
μαψιδίως
View word page
μαχέσ̔σ̓ασθαι

aor. infin. μάχομαι.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μαχέσ̔σ̓ασθαι
Headword (normalized):
μαχέσ̔σ̓ασθαι
Headword (normalized/stripped):
μαχεσσασθαι
IDX:
6189
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6190
Key:

Data

{'content': '<p>aor. infin. μάχομαι.</p>'}