Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
μάσασθαι
μάσσεται
μάσσων
μάσταξ
μαστίζω
μάστιξ
μάστις
μαστίω
ματάω
ματεύω
ματίη
μάχαιρα
μαχειόμενος
μαχεῖται
μαχέοιτο
μαχέονται
μαχεούμενον
μαχέσ̔σ̓ασθαι
μάχη
μαχήμων
μαχήσασθαι
View word page
ματίη
-ης, ἡ
[ματάω.]
ShortDef
fruitless toil
Debugging
Headword:
ματίη
Headword (normalized):
ματίη
Headword (normalized/stripped):
ματιη
IDX:
6182
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6183
Key:
Data
{'content': '<p>-ης, ἡ</p> <p>[ματάω.]</p>'}