Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

μαρτυρίη
μάρτυρος
μάρψει
μάσασθαι
μάσσεται
μάσσων
μάσταξ
μαστίζω
μάστιξ
μάστις
μαστίω
ματάω
ματεύω
ματίη
μάχαιρα
μαχειόμενος
μαχεῖται
μαχέοιτο
μαχέονται
μαχεούμενον
μαχέσ̔σ̓ασθαι
View word page
μαστίω

[μάστις.]

ShortDef

to whip, scourge

Debugging

Headword:
μαστίω
Headword (normalized):
μαστίω
Headword (normalized/stripped):
μαστιω
IDX:
6179
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6180
Key:

Data

{'content': '<p>[μάστις.]</p>'}