Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀμφάδιος
ἀμφαδόν
ἀμφαραβέω
ἀμφασίη
ἀμφαφάω
ἀμφέθετο
ἀμφεκάλυψε
ἀμφέξεσα
ἄμφεπε
ἀμφέρχομαι
ἀμφέσταν
ἀμφέχανε
ἀμφεχύθη
ἀμφήκης
ἀμφήλυθε
ἀμφηρεφής
ἀμφήριστος
ἀμφί
ἀμφίαλος
ἀμφιάχω
ἀμφιβαίνω
View word page
ἀμφέσταν

3 pl. aor. ἀμφίστημι.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀμφέσταν
Headword (normalized):
ἀμφέσταν
Headword (normalized/stripped):
αμφεσταν
IDX:
617
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.618
Key:

Data

{'content': '<p>3 pl. aor. ἀμφίστημι.</p>'}