Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

μάρπτω
μαρτυρίη
μάρτυρος
μάρψει
μάσασθαι
μάσσεται
μάσσων
μάσταξ
μαστίζω
μάστιξ
μάστις
μαστίω
ματάω
ματεύω
ματίη
μάχαιρα
μαχειόμενος
μαχεῖται
μαχέοιτο
μαχέονται
μαχεούμενον
View word page
μάστις

ἡ.

Dat. μάστι Il. 23.500. =μάστιξ. : μάστι ἔλαυνε κατωμαδόν Il. 23.500. Cf. Od. 15.182.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μάστις
Headword (normalized):
μάστις
Headword (normalized/stripped):
μαστις
IDX:
6178
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6179
Key:

Data

{'content': '<p>ἡ.</p> <p>Dat. μάστι Il. 23.500. =μάστιξ. : μάστι ἔλαυνε κατωμαδόν Il. 23.500. Cf. Od. 15.182.</p>'}