Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

μάρναμαι
μάρπτω
μαρτυρίη
μάρτυρος
μάρψει
μάσασθαι
μάσσεται
μάσσων
μάσταξ
μαστίζω
μάστιξ
μάστις
μαστίω
ματάω
ματεύω
ματίη
μάχαιρα
μαχειόμενος
μαχεῖται
μαχέοιτο
μαχέονται
View word page
μάστιξ

-ϊγος, ἡ.

ShortDef

a whip, scourge

Debugging

Headword:
μάστιξ
Headword (normalized):
μάστιξ
Headword (normalized/stripped):
μαστιξ
IDX:
6177
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6178
Key:

Data

{'content': '<p>-ϊγος, ἡ.</p>'}