Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

μαρμαρυγή
μάρναμαι
μάρπτω
μαρτυρίη
μάρτυρος
μάρψει
μάσασθαι
μάσσεται
μάσσων
μάσταξ
μαστίζω
μάστιξ
μάστις
μαστίω
ματάω
ματεύω
ματίη
μάχαιρα
μαχειόμενος
μαχεῖται
μαχέοιτο
View word page
μαστίζω

[μάστιξ.]

3 sing. aor. μάστιξε.

ShortDef

to whip, flog

Debugging

Headword:
μαστίζω
Headword (normalized):
μαστίζω
Headword (normalized/stripped):
μαστιζω
IDX:
6176
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6177
Key:

Data

{'content': '<p>[μάστιξ.]</p> <p>3 sing. aor. μάστιξε.</p>'}