Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
μάρμαρος
μαρμαρυγή
μάρναμαι
μάρπτω
μαρτυρίη
μάρτυρος
μάρψει
μάσασθαι
μάσσεται
μάσσων
μάσταξ
μαστίζω
μάστιξ
μάστις
μαστίω
ματάω
ματεύω
ματίη
μάχαιρα
μαχειόμενος
μαχεῖται
View word page
μάσταξ
-ακος, ἡ.
ShortDef
that with which one chews, the mouth
Debugging
Headword:
μάσταξ
Headword (normalized):
μάσταξ
Headword (normalized/stripped):
μασταξ
IDX:
6175
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6176
Key:
Data
{'content': '<p>-ακος, ἡ.</p>'}