Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
μαρμαίρω
μαρμάρεος
μάρμαρος
μαρμαρυγή
μάρναμαι
μάρπτω
μαρτυρίη
μάρτυρος
μάρψει
μάσασθαι
μάσσεται
μάσσων
μάσταξ
μαστίζω
μάστιξ
μάστις
μαστίω
ματάω
ματεύω
ματίη
μάχαιρα
View word page
μάσσεται
3 sing. fut. μαίομαι.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
μάσσεται
Headword (normalized):
μάσσεται
Headword (normalized/stripped):
μασσεται
IDX:
6173
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6174
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. fut. μαίομαι.</p>'}