Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
μαργαίνω
μάργος
μαρμαίρω
μαρμάρεος
μάρμαρος
μαρμαρυγή
μάρναμαι
μάρπτω
μαρτυρίη
μάρτυρος
μάρψει
μάσασθαι
μάσσεται
μάσσων
μάσταξ
μαστίζω
μάστιξ
μάστις
μαστίω
ματάω
ματεύω
View word page
μάρψει
3 sing. fut. μάρπτω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
μάρψει
Headword (normalized):
μάρψει
Headword (normalized/stripped):
μαρψει
IDX:
6171
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6172
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. fut. μάρπτω.</p>'}