Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

μαντεύομαι
μαντήϊον
μάντις
μαντοσύνη
μαραίνω
μαργαίνω
μάργος
μαρμαίρω
μαρμάρεος
μάρμαρος
μαρμαρυγή
μάρναμαι
μάρπτω
μαρτυρίη
μάρτυρος
μάρψει
μάσασθαι
μάσσεται
μάσσων
μάσταξ
μαστίζω
View word page
μαρμαρυγή

-ῆς, ἡ

[μαρ- as three μάρμαρος.]

A twinkling or flickering : μαρμαρυγὰς ποδῶν Od. 8.265.

ShortDef

a flashing, sparkling

Debugging

Headword:
μαρμαρυγή
Headword (normalized):
μαρμαρυγή
Headword (normalized/stripped):
μαρμαρυγη
IDX:
6166
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6167
Key:

Data

{'content': '<p>-ῆς, ἡ</p> <p>[μαρ- as three μάρμαρος.]</p> <p>A twinkling or flickering : μαρμαρυγὰς ποδῶν Od. 8.265.</p>'}