Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

μανθάνω
μαντεύομαι
μαντήϊον
μάντις
μαντοσύνη
μαραίνω
μαργαίνω
μάργος
μαρμαίρω
μαρμάρεος
μάρμαρος
μαρμαρυγή
μάρναμαι
μάρπτω
μαρτυρίη
μάρτυρος
μάρψει
μάσασθαι
μάσσεται
μάσσων
μάσταξ
View word page
μάρμαρος

-ου, ὁ

[μαρ- as two μαρμάρεος. and μαρμαρυγή.]

A stone of some such substance as quartz Il. 12.380 : Od. 9.499.

With πέτρος Il. 16.735.

ShortDef

stone

Debugging

Headword:
μάρμαρος
Headword (normalized):
μάρμαρος
Headword (normalized/stripped):
μαρμαρος
IDX:
6165
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6166
Key:

Data

{'content': '<p>-ου, ὁ</p> <p>[μαρ- as two μαρμάρεος. and μαρμαρυγή.]</p> <p>A stone of some such substance as quartz Il. 12.380 : Od. 9.499.</p> <p>With πέτρος Il. 16.735.</p>'}