Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

μαλθακός
μάλιστα
μᾶλλον
μάν
μανθάνω
μαντεύομαι
μαντήϊον
μάντις
μαντοσύνη
μαραίνω
μαργαίνω
μάργος
μαρμαίρω
μαρμάρεος
μάρμαρος
μαρμαρυγή
μάρναμαι
μάρπτω
μαρτυρίη
μάρτυρος
μάρψει
View word page
μαργαίνω

[μάργος.]

ShortDef

to rage furiously

Debugging

Headword:
μαργαίνω
Headword (normalized):
μαργαίνω
Headword (normalized/stripped):
μαργαινω
IDX:
6161
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6162
Key:

Data

{'content': '<p>[μάργος.]</p>'}