Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

μαλακῶς
μαλερός
μαλθακός
μάλιστα
μᾶλλον
μάν
μανθάνω
μαντεύομαι
μαντήϊον
μάντις
μαντοσύνη
μαραίνω
μαργαίνω
μάργος
μαρμαίρω
μαρμάρεος
μάρμαρος
μαρμαρυγή
μάρναμαι
μάρπτω
μαρτυρίη
View word page
μαντοσύνη

-ης, ἡ

[μάντις.]

ShortDef

the art of divination

Debugging

Headword:
μαντοσύνη
Headword (normalized):
μαντοσύνη
Headword (normalized/stripped):
μαντοσυνη
IDX:
6159
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6160
Key:

Data

{'content': '<p>-ης, ἡ</p> <p>[μάντις.]</p>'}