Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

μάλα
μαλακός
μαλακῶς
μαλερός
μαλθακός
μάλιστα
μᾶλλον
μάν
μανθάνω
μαντεύομαι
μαντήϊον
μάντις
μαντοσύνη
μαραίνω
μαργαίνω
μάργος
μαρμαίρω
μαρμάρεος
μάρμαρος
μαρμαρυγή
μάρναμαι
View word page
μαντήϊον

τό

[μαντεύομαι.]

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μαντήϊον
Headword (normalized):
μαντήϊον
Headword (normalized/stripped):
μαντηιον
IDX:
6157
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6158
Key:

Data

{'content': '<p>τό</p> <p>[μαντεύομαι.]</p>'}