Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

μακών
μάλα
μαλακός
μαλακῶς
μαλερός
μαλθακός
μάλιστα
μᾶλλον
μάν
μανθάνω
μαντεύομαι
μαντήϊον
μάντις
μαντοσύνη
μαραίνω
μαργαίνω
μάργος
μαρμαίρω
μαρμάρεος
μάρμαρος
μαρμαρυγή
View word page
μαντεύομαι

[μάντις.]

ShortDef

to divine, prophesy, presage

Debugging

Headword:
μαντεύομαι
Headword (normalized):
μαντεύομαι
Headword (normalized/stripped):
μαντευομαι
IDX:
6156
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6157
Key:

Data

{'content': '<p>[μάντις.]</p>'}