Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
μαίνομαι
μαίομαι
μάκαρ
μακαρίζω
μακεδνός
μάκελλα
μακρός
μακών
μάλα
μαλακός
μαλακῶς
μαλερός
μαλθακός
μάλιστα
μᾶλλον
μάν
μανθάνω
μαντεύομαι
μαντήϊον
μάντις
μαντοσύνη
View word page
μαλακῶς
[adv. fr. μαλακός.]
In reference to sleeping, softly, at ease : ἐνεύδειν Od. 3.350. Cf. Od. 24.255.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
μαλακῶς
Headword (normalized):
μαλακῶς
Headword (normalized/stripped):
μαλακως
IDX:
6149
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6150
Key:
Data
{'content': '<p>[adv. fr. μαλακός.]</p> <p>In reference to sleeping, softly, at ease : ἐνεύδειν Od. 3.350. Cf. Od. 24.255.</p>'}