Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

μαῖα
μαιμάω
μαινάς
μαίνομαι
μαίομαι
μάκαρ
μακαρίζω
μακεδνός
μάκελλα
μακρός
μακών
μάλα
μαλακός
μαλακῶς
μαλερός
μαλθακός
μάλιστα
μᾶλλον
μάν
μανθάνω
μαντεύομαι
View word page
μακών

aor. pple. μηκάομαι.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μακών
Headword (normalized):
μακών
Headword (normalized/stripped):
μακων
IDX:
6146
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6147
Key:

Data

{'content': '<p>aor. pple. μηκάομαι.</p>'}