Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

λωτοφάγοι
λωφάω
μά
μαζός
μάθον
μαῖα
μαιμάω
μαινάς
μαίνομαι
μαίομαι
μάκαρ
μακαρίζω
μακεδνός
μάκελλα
μακρός
μακών
μάλα
μαλακός
μαλακῶς
μαλερός
μαλθακός
View word page
μάκαρ

-αρος

[μακ-, μακρός.]

ShortDef

blessed, happy
Macar, son of Aeolus

Debugging

Headword:
μάκαρ
Headword (normalized):
μάκαρ
Headword (normalized/stripped):
μακαρ
IDX:
6141
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6142
Key:

Data

{'content': '<p>-αρος</p> <p>[μακ-, μακρός.]</p>'}