Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
λωτός
λωτοφάγοι
λωφάω
μά
μαζός
μάθον
μαῖα
μαιμάω
μαινάς
μαίνομαι
μαίομαι
μάκαρ
μακαρίζω
μακεδνός
μάκελλα
μακρός
μακών
μάλα
μαλακός
μαλακῶς
μαλερός
View word page
μαίομαι
3 sing. fut. μάσσεται Il. 9.394.
Aor. infin. μάσασθαι Od. 11.591.
(ἀμφι-, ἐπι-, ἐσ-.)
ShortDef
to seek
Debugging
Headword:
μαίομαι
Headword (normalized):
μαίομαι
Headword (normalized/stripped):
μαιομαι
IDX:
6140
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6141
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. fut. μάσσεται Il. 9.394.</p> <p>Aor. infin. μάσασθαι Od. 11.591.</p> <p>(ἀμφι-, ἐπι-, ἐσ-.)</p>'}