Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

λώπη
λωτόεις
λωτός
λωτοφάγοι
λωφάω
μά
μαζός
μάθον
μαῖα
μαιμάω
μαινάς
μαίνομαι
μαίομαι
μάκαρ
μακαρίζω
μακεδνός
μάκελλα
μακρός
μακών
μάλα
μαλακός
View word page
μαινάς

-άδος, ἡ

[μαίνομαι.]

ShortDef

raving, frantic

Debugging

Headword:
μαινάς
Headword (normalized):
μαινάς
Headword (normalized/stripped):
μαινας
IDX:
6138
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6139
Key:

Data

{'content': '<p>-άδος, ἡ</p> <p>[μαίνομαι.]</p>'}