Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

λωβητός
λωΐτερος
λωίων
λώπη
λωτόεις
λωτός
λωτοφάγοι
λωφάω
μά
μαζός
μάθον
μαῖα
μαιμάω
μαινάς
μαίνομαι
μαίομαι
μάκαρ
μακαρίζω
μακεδνός
μάκελλα
μακρός
View word page
μάθον

aor. μανθάνω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μάθον
Headword (normalized):
μάθον
Headword (normalized/stripped):
μαθον
IDX:
6135
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6136
Key:

Data

{'content': '<p>aor. μανθάνω.</p>'}