Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

λωβάομαι
λωβεύω
λώβη
λωβητήρ
λωβητός
λωΐτερος
λωίων
λώπη
λωτόεις
λωτός
λωτοφάγοι
λωφάω
μά
μαζός
μάθον
μαῖα
μαιμάω
μαινάς
μαίνομαι
μαίομαι
μάκαρ
View word page
λωτοφάγοι

οί

[λωτός 2 + φάγον.]

ShortDef

Lotus Eaters

Debugging

Headword:
λωτοφάγοι
Headword (normalized):
λωτοφάγοι
Headword (normalized/stripped):
λωτοφαγοι
IDX:
6131
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6132
Key:

Data

{'content': '<p>οί</p> <p>[λωτός 2 + φάγον.]</p>'}