Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
λύω
λωβάομαι
λωβεύω
λώβη
λωβητήρ
λωβητός
λωΐτερος
λωίων
λώπη
λωτόεις
λωτός
λωτοφάγοι
λωφάω
μά
μαζός
μάθον
μαῖα
μαιμάω
μαινάς
μαίνομαι
μαίομαι
View word page
λωτός
-οῦ, ὁ.
ShortDef
the lotus; flute, pipe, tube
Debugging
Headword:
λωτός
Headword (normalized):
λωτός
Headword (normalized/stripped):
λωτος
IDX:
6130
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6131
Key:
Data
{'content': '<p>-οῦ, ὁ.</p>'}