Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
λύχνος
λύω
λωβάομαι
λωβεύω
λώβη
λωβητήρ
λωβητός
λωΐτερος
λωίων
λώπη
λωτόεις
λωτός
λωτοφάγοι
λωφάω
μά
μαζός
μάθον
μαῖα
μαιμάω
μαινάς
μαίνομαι
View word page
λωτόεις
-εντος
[λωτός 1.]
Contr. acc. pl. neut. λωτοῦντα.
ShortDef
overgrown with lotus
Debugging
Headword:
λωτόεις
Headword (normalized):
λωτόεις
Headword (normalized/stripped):
λωτοεις
IDX:
6129
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6130
Key:
Data
{'content': '<p>-εντος</p> <p>[λωτός 1.]</p> <p>Contr. acc. pl. neut. λωτοῦντα.</p>'}