Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
λύτο
λύχνος
λύω
λωβάομαι
λωβεύω
λώβη
λωβητήρ
λωβητός
λωΐτερος
λωίων
λώπη
λωτόεις
λωτός
λωτοφάγοι
λωφάω
μά
μαζός
μάθον
μαῖα
μαιμάω
μαινάς
View word page
λώπη
-ης, ἡ
[λέπω.]
ShortDef
a covering, robe, mantle
Debugging
Headword:
λώπη
Headword (normalized):
λώπη
Headword (normalized/stripped):
λωπη
IDX:
6128
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6129
Key:
Data
{'content': '<p>-ης, ἡ</p> <p>[λέπω.]</p>'}