Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

λυσσώδης
λύτο
λύχνος
λύω
λωβάομαι
λωβεύω
λώβη
λωβητήρ
λωβητός
λωΐτερος
λωίων
λώπη
λωτόεις
λωτός
λωτοφάγοι
λωφάω
μά
μαζός
μάθον
μαῖα
μαιμάω
View word page
λωίων

λώϊον

[cf. λωΐτερος.]

Always in neut, Better.

Absol. : χρή σε δόμεναι καὶ λώϊον ἠέ περ ἄλλοι σίτον (a larger portion) Od. 17.417.

Better, more profitable or advisable : τόδε σφιν λ. ἐστιν Od. 2.169.

Absol. with infin. : λ. ἔστι δῶρʼ ἀποαιρεῖσθαι Il. 1.229.

So with ὦδε · δοκέει μοι ὧδε λ. ἔσσεσθαι Il. 7.339.

As adv., better, more fully : γνωσόμεθʼ ἀλλήλων καὶ λ. Od. 23.109.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λωίων
Headword (normalized):
λωίων
Headword (normalized/stripped):
λωιων
IDX:
6127
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6128
Key:

Data

{'content': '<p>λώϊον</p> <p>[cf. λωΐτερος.]</p> <p>Always in neut, Better.</p> <p>Absol. : χρή σε δόμεναι καὶ λώϊον ἠέ περ ἄλλοι σίτον (a larger portion) Od. 17.417.</p> <p>Better, more profitable or advisable : τόδε σφιν λ. ἐστιν Od. 2.169.</p> <p>Absol. with infin. : λ. ἔστι δῶρʼ ἀποαιρεῖσθαι Il. 1.229.</p> <p>So with ὦδε · δοκέει μοι ὧδε λ. ἔσσεσθαι Il. 7.339.</p> <p>As adv., better, more fully : γνωσόμεθʼ ἀλλήλων καὶ λ. Od. 23.109.</p>'}