Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
λυσσητήρ
λυσσώδης
λύτο
λύχνος
λύω
λωβάομαι
λωβεύω
λώβη
λωβητήρ
λωβητός
λωΐτερος
λωίων
λώπη
λωτόεις
λωτός
λωτοφάγοι
λωφάω
μά
μαζός
μάθον
μαῖα
View word page
λωΐτερος
[cf. λωΐων.]
Better, more profitable or advisable : τόδε λωΐτερον ἔμμεναι Od. 1.376=Od. 2.141.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
λωΐτερος
Headword (normalized):
λωΐτερος
Headword (normalized/stripped):
λωιτερος
IDX:
6126
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6127
Key:
Data
{'content': '<p>[cf. λωΐων.]</p> <p>Better, more profitable or advisable : τόδε λωΐτερον ἔμμεναι Od. 1.376=Od. 2.141.</p>'}