Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
λύσσα
λυσσητήρ
λυσσώδης
λύτο
λύχνος
λύω
λωβάομαι
λωβεύω
λώβη
λωβητήρ
λωβητός
λωΐτερος
λωίων
λώπη
λωτόεις
λωτός
λωτοφάγοι
λωφάω
μά
μαζός
μάθον
View word page
λωβητός
[λωβάομαι.]
App., despitefully used by fortune, wretched, miserable Il. 24.531.
ShortDef
despitefully treated, outraged
Debugging
Headword:
λωβητός
Headword (normalized):
λωβητός
Headword (normalized/stripped):
λωβητος
IDX:
6125
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6126
Key:
Data
{'content': '<p>[λωβάομαι.]</p> <p>App., despitefully used by fortune, wretched, miserable Il. 24.531.</p>'}