Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

λυπρός
λυσιμελής
λύσις
λύσσα
λυσσητήρ
λυσσώδης
λύτο
λύχνος
λύω
λωβάομαι
λωβεύω
λώβη
λωβητήρ
λωβητός
λωΐτερος
λωίων
λώπη
λωτόεις
λωτός
λωτοφάγοι
λωφάω
View word page
λωβεύω

[λώβη.]

(ἐπι-)

ShortDef

to mock, make a mock of

Debugging

Headword:
λωβεύω
Headword (normalized):
λωβεύω
Headword (normalized/stripped):
λωβευω
IDX:
6122
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6123
Key:

Data

{'content': '<p>[λώβη.]</p> <p>(ἐπι-)</p>'}