Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

λύκος
λῦμα
λύμην
λυπρός
λυσιμελής
λύσις
λύσσα
λυσσητήρ
λυσσώδης
λύτο
λύχνος
λύω
λωβάομαι
λωβεύω
λώβη
λωβητήρ
λωβητός
λωΐτερος
λωίων
λώπη
λωτόεις
View word page
λύχνος

-ου, ὁ

[λυκ-, light. Cf. L. luceo.]

A lamp : χρύσεον Od. 19.34.

ShortDef

a portable light, a lamp

Debugging

Headword:
λύχνος
Headword (normalized):
λύχνος
Headword (normalized/stripped):
λυχνος
IDX:
6119
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6120
Key:

Data

{'content': '<p>-ου, ὁ</p> <p>[λυκ-, light. Cf. L. luceo.]</p> <p>A lamp : χρύσεον Od. 19.34.</p>'}