Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
λυκηγενής
λύκος
λῦμα
λύμην
λυπρός
λυσιμελής
λύσις
λύσσα
λυσσητήρ
λυσσώδης
λύτο
λύχνος
λύω
λωβάομαι
λωβεύω
λώβη
λωβητήρ
λωβητός
λωΐτερος
λωίων
λώπη
View word page
λύτο
3 sing. aor. pass. λύω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
λύτο
Headword (normalized):
λύτο
Headword (normalized/stripped):
λυτο
IDX:
6118
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6119
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. aor. pass. λύω.</p>'}