Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

λυκάβας
λυκέη
λυκηγενής
λύκος
λῦμα
λύμην
λυπρός
λυσιμελής
λύσις
λύσσα
λυσσητήρ
λυσσώδης
λύτο
λύχνος
λύω
λωβάομαι
λωβεύω
λώβη
λωβητήρ
λωβητός
λωΐτερος
View word page
λυσσητήρ

-ῆρος

[λυσσάω, vb. fr. λύσσα.]

One who is raging mad : τοῦτον κύνα λυσσητῆρα (that mad dog) Il. 8.299.

ShortDef

one that is raging

Debugging

Headword:
λυσσητήρ
Headword (normalized):
λυσσητήρ
Headword (normalized/stripped):
λυσσητηρ
IDX:
6116
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6117
Key:

Data

{'content': '<p>-ῆρος</p> <p>[λυσσάω, vb. fr. λύσσα.]</p> <p>One who is raging mad : τοῦτον κύνα λυσσητῆρα (that mad dog) Il. 8.299.</p>'}