Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
λύθρον
λυκάβας
λυκέη
λυκηγενής
λύκος
λῦμα
λύμην
λυπρός
λυσιμελής
λύσις
λύσσα
λυσσητήρ
λυσσώδης
λύτο
λύχνος
λύω
λωβάομαι
λωβεύω
λώβη
λωβητήρ
λωβητός
View word page
λύσσα
ἡ.
ShortDef
rage, fury
Debugging
Headword:
λύσσα
Headword (normalized):
λύσσα
Headword (normalized/stripped):
λυσσα
IDX:
6115
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6116
Key:
Data
{'content': '<p>ἡ.</p>'}