Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

λυγρῶς
λύθρον
λυκάβας
λυκέη
λυκηγενής
λύκος
λῦμα
λύμην
λυπρός
λυσιμελής
λύσις
λύσσα
λυσσητήρ
λυσσώδης
λύτο
λύχνος
λύω
λωβάομαι
λωβεύω
λώβη
λωβητήρ
View word page
λύσις

[λυσ-, λύω.]

ShortDef

a loosing, setting free, releasing, ransoming
Lysis

Debugging

Headword:
λύσις
Headword (normalized):
λύσις
Headword (normalized/stripped):
λυσις
IDX:
6114
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6115
Key:

Data

{'content': '<p>ἡ</p> <p>[λυσ-, λύω.]</p>'}