Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

λύγος
λυγρός
λυγρῶς
λύθρον
λυκάβας
λυκέη
λυκηγενής
λύκος
λῦμα
λύμην
λυπρός
λυσιμελής
λύσις
λύσσα
λυσσητήρ
λυσσώδης
λύτο
λύχνος
λύω
λωβάομαι
λωβεύω
View word page
λυπρός

-ή, -όν

[λυπ- as in λύπη, distress.]

Poor, sorry, worthless : γαῖα Od. 13.243.

ShortDef

wretched, poor, sorry

Debugging

Headword:
λυπρός
Headword (normalized):
λυπρός
Headword (normalized/stripped):
λυπρος
IDX:
6112
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6113
Key:

Data

{'content': '<p>-ή, -όν</p> <p>[λυπ- as in λύπη, distress.]</p> <p>Poor, sorry, worthless : γαῖα Od. 13.243.</p>'}