Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

λοχόωσι
λύγος
λυγρός
λυγρῶς
λύθρον
λυκάβας
λυκέη
λυκηγενής
λύκος
λῦμα
λύμην
λυπρός
λυσιμελής
λύσις
λύσσα
λυσσητήρ
λυσσώδης
λύτο
λύχνος
λύω
λωβάομαι
View word page
λύμην

aor. pass. λύω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λύμην
Headword (normalized):
λύμην
Headword (normalized/stripped):
λυμην
IDX:
6111
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6112
Key:

Data

{'content': '<p>aor. pass. λύω.</p>'}