Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
λόχονδε
λόχος
λοχόωσι
λύγος
λυγρός
λυγρῶς
λύθρον
λυκάβας
λυκέη
λυκηγενής
λύκος
λῦμα
λύμην
λυπρός
λυσιμελής
λύσις
λύσσα
λυσσητήρ
λυσσώδης
λύτο
λύχνος
View word page
λύκος
-ου, ὁ.
ShortDef
a wolf
Lycus
Debugging
Headword:
λύκος
Headword (normalized):
λύκος
Headword (normalized/stripped):
λυκος
IDX:
6109
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6110
Key:
Data
{'content': '<p>-ου, ὁ.</p>'}