Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

λοχάω
λόχη
λόχονδε
λόχος
λοχόωσι
λύγος
λυγρός
λυγρῶς
λύθρον
λυκάβας
λυκέη
λυκηγενής
λύκος
λῦμα
λύμην
λυπρός
λυσιμελής
λύσις
λύσσα
λυσσητήρ
λυσσώδης
View word page
λυκέη

[fem. adj. fr. λύκος (sc. δορά.]

ShortDef

a wolf-skin

Debugging

Headword:
λυκέη
Headword (normalized):
λυκέη
Headword (normalized/stripped):
λυκεη
IDX:
6107
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6108
Key:

Data

{'content': '<p>[fem. adj. fr. λύκος (sc. δορά.]</p>'}