Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
λοφιή
λόφος
λοχάω
λόχη
λόχονδε
λόχος
λοχόωσι
λύγος
λυγρός
λυγρῶς
λύθρον
λυκάβας
λυκέη
λυκηγενής
λύκος
λῦμα
λύμην
λυπρός
λυσιμελής
λύσις
λύσσα
View word page
λύθρον
-ου, τό.
Gore: λύθρῳ παλάσσετο χεῖρας Il. 11.169. Cf. Il. 7.268, Il. 3.503 : Od. 22.402=Od. 23.48.
ShortDef
defilement from blood, gore
Debugging
Headword:
λύθρον
Headword (normalized):
λύθρον
Headword (normalized/stripped):
λυθρον
IDX:
6105
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6106
Key:
Data
{'content': '<p>-ου, τό.</p> <p>Gore: λύθρῳ παλάσσετο χεῖρας Il. 11.169. Cf. Il. 7.268, Il. 3.503 : Od. 22.402=Od. 23.48.</p>'}